- σολοιτύπος
- -ον, Α1. αυτός που σφυρηλατεί όγκο από σίδηρο2. αυτός που σφυρηλατήθηκε στους Σόλους τής Κύπρου.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. λ., με β' συνθετικό το -τύπος (< τύπτω «χτυπώ») και α' συνθετικό, κατά την πιθανότερη άποψη, με βάση το δεύτερο ερμήνευμα το τοπωνύμιο Σόλοι, πόλη τής Κύπρου, όπου γινόταν κατεργασία τού μπρούντζου ενώ, σύμφωνα με το πρώτο ερμήνευμα, την τοπική πτώση τού τ. σόλος «μάζα, όγκος από μέταλλο»].
Dictionary of Greek. 2013.